- καλοταξιδεύω
- 1. (για πλοία) ταξιδεύω με ευστάθεια, παρέχω στους επιβάτες μου άνετο ταξίδι, χωρίς κλυδωνισμούς2. (για ανθρώπους) κάνω καλό ταξίδι, ταξιδεύω άνετα, ιδίως δεν παθαίνω ναυτία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοταξιδεύω — καλοταξίδεψα, καλοταξιδεμένος, κάνω καλό ταξίδι, δεν κλυδωνίζομαι: Καλοταξιδέψαμε με το πλοίο αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)